- κραυγαστικός
- κραυγαστικός, -ή, -όν (Α) [κραυγάζω]1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόνη ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, τού φωνακλά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κραυγαστικός — vociferous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαστικόν — κραυγαστικός vociferous masc acc sg κραυγαστικός vociferous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαστικῶς — κραυγαστικός vociferous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)